ενοχλητικότητα

ενοχλητικότητα
[-ης (-ητος)] η надоедливость; навязчивость, назойливость; докучливость (уст. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ενοχλητικότητα" в других словарях:

  • ενοχλητικότητα — η η ιδιότητα τού ενοχλητικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχλητικός. Η λ. στον λόγιο τ. ενοχλητικότης μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ενοχλητικότητα — η το να είναι κάποιος ενοχλητικός, ανιαρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • φορτικότητα — η το να είναι κανείς φορτικός (βλ. λ.), η ενοχλητικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»