- ενοχλητικότητα
- [-ης (-ητος)] η надоедливость; навязчивость, назойливость; докучливость (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενοχλητικότητα — η η ιδιότητα τού ενοχλητικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχλητικός. Η λ. στον λόγιο τ. ενοχλητικότης μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ενοχλητικότητα — η το να είναι κάποιος ενοχλητικός, ανιαρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
φορτικότητα — η το να είναι κανείς φορτικός (βλ. λ.), η ενοχλητικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)